- περιστομίς
- -ίδος, ἡ, Α1. είδος ξύλινου οργάνου με το οποίο δοκίμαζαν το πάχος τών τόννων2. σιδερένιος σφιγκτήρας γύρω από ένα στόμιο για συγκράτησή του, μέγγενη3. φρ. «περιστομὶς φρέατος» — στηθαίο πηγαδιού, φρόχειλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + στόμα + κατάλ. -ίς (πρβλ. κατα-στομίς)].
Dictionary of Greek. 2013.